κονιδιάρης

κονιδιάρης
-α, -ικο (Μ κονιδιάρης, -α, -ικο)
γεμάτος κόνιδα, ψειριάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόνιδα + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. κλαψ-ιάρης, ψειρ-ιάρης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κονιδιάρης, -α, -ικο — ο γεμάτος κόνιδα, κονιδιασμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”